- ζάκοτος
- ζάκοτοςexceeding wrothmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζάκοτος — ζάκοτος, ον (Α) 1. πολύ οργισμένος 2. (μτφ. για πράγματα) κοφτερός, τσουχτερός, οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + κότος «φθόνος, μίσος»] … Dictionary of Greek
ζάκοτον — ζάκοτος exceeding wroth masc/fem acc sg ζάκοτος exceeding wroth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζακότοιο — ζάκοτος exceeding wroth masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζακότων — ζάκοτος exceeding wroth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζακότῳ — ζάκοτος exceeding wroth masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάχολος — ζάχολος, ον (Α) ζάκοτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + χολος (< χολή) πρβλ. μελάγ χολος, πικρό χολος] … Dictionary of Greek
ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… … Dictionary of Greek
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek